φυσιοκρατικός

φυσιοκρατικός
-ή, -ό, Ν [φυσιοκρατία]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φυσιοκράτη και στη φυσιοκρατία
2. αυτός που σχετίζεται με την οικονομική θεωρία τών φυσιοκρατών
3. (για πρόσ.) αυτός που ασπάζεται την παραπάνω θεωρία («φυσιοκρατικός φιλόσοφος»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φυσιοκρατικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιοκρατία (βλ. λ.). 2. ο οπαδός της φυσιοκρατίας, ο φυσιοκράτης. 3. αυτός που ακολουθεί τη θεωρία των φυσιοκρατών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μπέμε, Γιάκομπ — (Jakob Boehme, 1575 – 1624). Γερμανός φιλόσοφος. Καταγόταν από αγροτική οικογένεια. Είχε ροπή προς τη μυστικοπάθεια και τη φιλοσοφική διανόηση και γι’ αυτό μελετούσε διάφορα συγγράμματα που αναφέρονταν στη φυσική φιλοσοφία του Βάιγκελ, Σβέγκφελντ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”