- φυσιοκρατικός
- -ή, -ό, Ν [φυσιοκρατία]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φυσιοκράτη και στη φυσιοκρατία2. αυτός που σχετίζεται με την οικονομική θεωρία τών φυσιοκρατών3. (για πρόσ.) αυτός που ασπάζεται την παραπάνω θεωρία («φυσιοκρατικός φιλόσοφος»).
Dictionary of Greek. 2013.